- ειθισμένω
- εἰθισμένωἐθίζωaccustom: perf part mp masc /neut nom /voc /acc dualἐθίζωaccustom: perf part mp masc /neut gen sg (doric aeolic )——————εἰθισμένῳἐθίζωaccustom: perf part mp masc /neut dat sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
εἰθισμένω — ἐθίζω accustom perf part mp masc/neut nom/voc/acc dual ἐθίζω accustom perf part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰθισμένῳ — ἐθίζω accustom perf part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek